Σουσιούκος

Ο σουσιούκος δεν είναι παρά ξηροί καρποί βουτηγμένοι σε παλουζέ (βλ. άρθρο για παλουζέ).

Λέγεται ότι ο σουσιούκος από μαύρο σταφύλι είναι πιο μαλακός, ενώ αυτός από λευκό σταφύλι βγαίνει πιο σφιχτός. Πολλοί επιλέγουν να συνδυάσουν και τις δύο ποικιλίες.

Για την παρασκευή του σουσιούκου, αμύγδαλα ή καρύδια περνιούνται με μια χοντρή άσπρη κλωστή και βελόνα, δημιουργώντας τις λεγόμενες «κουλλούρες». Στη συνέχεια, δένουν τις άκρες της κλωστής σε ένα κομμάτι ξύλο για να μπορούν να τις κρεμάζουν και να τις μετακινούν. Ορισμένοι επιλέγουν να μουλιάσουν τους ξηρούς καρπούς για λίγο σε νερό, ώστε να μαλακώσουν και να τρυπηθούν ευκολότερα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να στεγνώσουν καλά πριν τους βουτήξουν στον παλουζέ, καθώς υπάρχει κίνδυνος να μουχλιάσουν.

Όταν ο παλουζές είναι έτοιμος, κάθε κουλούρα βουτιέται μία-μία μέσα και έπειτα κρεμιέται στον ήλιο για να στεγνώσει. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται μέχρι ο σουσιούκος να αποκτήσει το επιθυμητό πάχος. Κάθε φορά που βουτιέται, η κουλούρα πρέπει να αφήνεται να στεγνώσει καλά, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη μέρα, ώστε η νέα στρώση παλουζέ να προσκολληθεί σωστά και να αποκτήσει μεγαλύτερη διάμετρο. Στο παρελθόν, οι γυναίκες οργανώνονταν έτσι ώστε κάθε μέρα, κάποια άλλη παρασκεύαζε παλουζέ. Με αυτό τον τρόπο ο σουσούκος στέγνωνε σωστά και ταυτόχονα μειωνόνταν ο φόρτος εργασίας για κάθε γυναίκα καθώς η διαδικασία του παλουζέ είναι χρονοβόρα και κοπιαστική.

Όταν ο σουσιούκος αποκτήσει το μέγεθος που επιθυμούν, τον αφήνουν να στεγνώσει ξανά στον ήλιο, συνήθως καλυμμένο με τούλι για να προστατεύεται από έντομα, ή τοποθετημένο σε ειδικά ερμάρια (ερμαρόλλες) που είχαν μεταλλικό πλέγμα για αερισμό. Τέλος, τον κόβουν σε μικρά κομμάτια και τον καταναλώνουν ως σνακ ή τον σερβίρουν μαζί με ποτό και μεζέ.